διατιμώ — διατιμώ, διατίμησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατιμώ — διατίμησα, διατιμήθηκα, διατιμημένος, καθορίζω την τιμή προϊόντος: Τα διατιμημένα προϊόντα υπάγονται στον έλεγχο της αγορανομίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιατίμητος — η, ο [διατιμώ] αυτός για τον οποίο δεν έχει καθοριστεί διατίμηση, δηλαδή ορισμένη ανώτατη τιμή που επιβάλλεται από την Αγορανομία («αδιατίμητα είδη») … Dictionary of Greek
διατίμηση — η (AM διατίμησις) [διατιμώ] νεοελλ. ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία τού ανώτατου ορίου τής τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή 2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία 3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική… … Dictionary of Greek
διατιμημένος — η, ο βλ. διατιμώ … Dictionary of Greek
εντιμώ — ἐντιμῶ, άω (Α) 1. συνυπολογίζω («ἐς τὰς προῑκας ἐντετιμῆσθαι») 2. διατιμώ προικώο … Dictionary of Greek
κηνσεύω — (Μ) [κήνσος] εκτιμώ, διατιμώ κτηματική περιουσία προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία … Dictionary of Greek
νάρκι — νάρκι, τὸ (Μ) 1. επίσημα καθορισμένη τιμή πώλησης 2. φρ. «κάνω νάρκι εἰς κάτι» καθορίζω τιμή πώλησης σε κάτι, διατιμώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nark] … Dictionary of Greek
τίω — (I) Α 1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.) 3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ… … Dictionary of Greek
ταξάτος — άτη, ον, ΜΑ φορολογημένος μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταξᾱτος τακτικός στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxatus, μτχ. τού ρ. taxο «ορίζω, υπολογίζω, διατιμώ»] … Dictionary of Greek